Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

φυλλαναλογημός
φυλλανθές
φυλλάς
φυλλεῖον
φυλλιάω
φυλλίζω
φυλλικός
φυλλίνης
φύλλινος
φύλλιον
φυλλίς
φυλλῖτις
φυλλοβολέω
φυλλοβολία
φυλλοβόλος
φυλλόκομος
φυλλοκόπος
φυλλολογέω
φυλλολογία
φυλλολόγος
φυλλομανέω
View word page
φυλλίς
salad

ShortDef

salad

Debugging

Headword:
φυλλίς
Headword (normalized):
φυλλίς
Headword (normalized/stripped):
φυλλις
IDX:
95398
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-95399
Key:

Data

{'content': 'salad'}