Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
φυλλάκανθος
φυλλάμπελον
φυλλαναλογημός
φυλλανθές
φυλλάς
φυλλεῖον
φυλλιάω
φυλλίζω
φυλλικός
φυλλίνης
φύλλινος
φύλλιον
φυλλίς
φυλλῖτις
φυλλοβολέω
φυλλοβολία
φυλλοβόλος
φυλλόκομος
φυλλοκόπος
φυλλολογέω
φυλλολογία
View word page
φύλλινος
of or from leaves, made of leaves
ShortDef
of or from leaves, made of leaves
Debugging
Headword:
φύλλινος
Headword (normalized):
φύλλινος
Headword (normalized/stripped):
φυλλινος
IDX:
95396
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-95397
Key:
Data
{'content': 'of or from leaves, made of leaves'}