Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ἀνυπηλιφής
ἀνύπηνος
ἀνυπηρεσία
ἀνυπηρέτατος
ἀνυπόγραφος
ἀνυποδησία
ἀνυποδητέω
ἀνυπόδητος
ἀνυπόδικος
ἀνυπόζωστος
ἀνυπόθετος
ἀνύποιστος
ἀνυποιστότης
ἀνυπόκριτος
ἀνυπόλογος
ἀνυπομενετέος
ἀνυπομόνητος
ἀνυπονόητος
ἀνυπόπαστος
ἀνύποπτος
ἀνυπόπτωτος
View word page
ἀνυπόθετος
not hypothetical, unconditioned, absolute
ShortDef
not hypothetical, unconditioned, absolute
Debugging
Headword:
ἀνυπόθετος
Headword (normalized):
ἀνυπόθετος
Headword (normalized/stripped):
ανυποθετος
IDX:
9538
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-9539
Key:
Data
{'content': 'not hypothetical, unconditioned, absolute'}