Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

φυλετεύω
φυλέτης
φυλετικός
Φυλεύς
φυλή
Φυλή
φυληρις
φυλία
φυλίη
φύλιος
φυλλάζω
φυλλάκανθος
φυλλάμπελον
φυλλαναλογημός
φυλλανθές
φυλλάς
φυλλεῖον
φυλλιάω
φυλλίζω
φυλλικός
φυλλίνης
View word page
φυλλάζω
frondesco

ShortDef

frondesco

Debugging

Headword:
φυλλάζω
Headword (normalized):
φυλλάζω
Headword (normalized/stripped):
φυλλαζω
IDX:
95385
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-95386
Key:

Data

{'content': 'frondesco'}