Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
φυλάσσω
Φυλεΐδης
φυλετεύω
φυλέτης
φυλετικός
Φυλεύς
φυλή
Φυλή
φυληρις
φυλία
φυλίη
φύλιος
φυλλάζω
φυλλάκανθος
φυλλάμπελον
φυλλαναλογημός
φυλλανθές
φυλλάς
φυλλεῖον
φυλλιάω
φυλλίζω
View word page
φυλίη
wild olive-tree
ShortDef
wild olive-tree
Debugging
Headword:
φυλίη
Headword (normalized):
φυλίη
Headword (normalized/stripped):
φυλιη
IDX:
95383
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-95384
Key:
Data
{'content': 'wild olive-tree'}