Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

Φύλας
Φυλάσιος
φυλάσσω
Φυλεΐδης
φυλετεύω
φυλέτης
φυλετικός
Φυλεύς
φυλή
Φυλή
φυληρις
φυλία
φυλίη
φύλιος
φυλλάζω
φυλλάκανθος
φυλλάμπελον
φυλλαναλογημός
φυλλανθές
φυλλάς
φυλλεῖον
View word page
φυληρις
cercedula

ShortDef

cercedula

Debugging

Headword:
φυληρις
Headword (normalized):
φυληρις
Headword (normalized/stripped):
φυληρις
IDX:
95381
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-95382
Key:

Data

{'content': 'cercedula'}