Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
φύλαρχος
Φύλας
Φυλάσιος
φυλάσσω
Φυλεΐδης
φυλετεύω
φυλέτης
φυλετικός
Φυλεύς
φυλή
Φυλή
φυληρις
φυλία
φυλίη
φύλιος
φυλλάζω
φυλλάκανθος
φυλλάμπελον
φυλλαναλογημός
φυλλανθές
φυλλάς
View word page
Φυλή
Phyle
ShortDef
a race, a tribe
Phyle
Debugging
Headword:
Φυλή
Headword (normalized):
φυλή
Headword (normalized/stripped):
φυλη
IDX:
95380
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-95381
Key:
Data
{'content': 'Phyle'}