Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἀνυπήκοος
ἀνυπηλιφής
ἀνύπηνος
ἀνυπηρεσία
ἀνυπηρέτατος
ἀνυπόγραφος
ἀνυποδησία
ἀνυποδητέω
ἀνυπόδητος
ἀνυπόδικος
ἀνυπόζωστος
ἀνυπόθετος
ἀνύποιστος
ἀνυποιστότης
ἀνυπόκριτος
ἀνυπόλογος
ἀνυπομενετέος
ἀνυπομόνητος
ἀνυπονόητος
ἀνυπόπαστος
ἀνύποπτος
View word page
ἀνυπόζωστος
without ὑπόζωμα (ropes, braces around the hull)

ShortDef

without ὑπόζωμα (ropes, braces around the hull)

Debugging

Headword:
ἀνυπόζωστος
Headword (normalized):
ἀνυπόζωστος
Headword (normalized/stripped):
ανυποζωστος
IDX:
9537
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-9538
Key:

Data

{'content': 'without ὑπόζωμα (ropes, braces around the hull)'}