Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
φυλαρχέω
φυλαρχία
φύλαρχος
Φύλας
Φυλάσιος
φυλάσσω
Φυλεΐδης
φυλετεύω
φυλέτης
φυλετικός
Φυλεύς
φυλή
Φυλή
φυληρις
φυλία
φυλίη
φύλιος
φυλλάζω
φυλλάκανθος
φυλλάμπελον
φυλλαναλογημός
View word page
Φυλεύς
Phyleus
ShortDef
Phyleus
Debugging
Headword:
Φυλεύς
Headword (normalized):
φυλεύς
Headword (normalized/stripped):
φυλευς
IDX:
95378
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-95379
Key:
Data
{'content': 'Phyleus'}