Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

φύλαξ
φυλαξιθαλάσσειος
φύλαξις
φυλαρχέω
φυλαρχία
φύλαρχος
Φύλας
Φυλάσιος
φυλάσσω
Φυλεΐδης
φυλετεύω
φυλέτης
φυλετικός
Φυλεύς
φυλή
Φυλή
φυληρις
φυλία
φυλίη
φύλιος
φυλλάζω
View word page
φυλετεύω
to adopt into a tribe

ShortDef

to adopt into a tribe

Debugging

Headword:
φυλετεύω
Headword (normalized):
φυλετεύω
Headword (normalized/stripped):
φυλετευω
IDX:
95375
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-95376
Key:

Data

{'content': 'to adopt into a tribe'}