Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

φυλακτός
φύλαξ
φυλαξιθαλάσσειος
φύλαξις
φυλαρχέω
φυλαρχία
φύλαρχος
Φύλας
Φυλάσιος
φυλάσσω
Φυλεΐδης
φυλετεύω
φυλέτης
φυλετικός
Φυλεύς
φυλή
Φυλή
φυληρις
φυλία
φυλίη
φύλιος
View word page
Φυλεΐδης
son of Phyleus

ShortDef

son of Phyleus

Debugging

Headword:
Φυλεΐδης
Headword (normalized):
φυλεΐδης
Headword (normalized/stripped):
φυλειδης
IDX:
95374
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-95375
Key:

Data

{'content': 'son of Phyleus'}