Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
φυλακτικός
φυλακτός
φύλαξ
φυλαξιθαλάσσειος
φύλαξις
φυλαρχέω
φυλαρχία
φύλαρχος
Φύλας
Φυλάσιος
φυλάσσω
Φυλεΐδης
φυλετεύω
φυλέτης
φυλετικός
Φυλεύς
φυλή
Φυλή
φυληρις
φυλία
φυλίη
View word page
φυλάσσω
to keep watch and ward, keep guard
ShortDef
to keep watch and ward, keep guard
Debugging
Headword:
φυλάσσω
Headword (normalized):
φυλάσσω
Headword (normalized/stripped):
φυλασσω
IDX:
95373
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-95374
Key:
Data
{'content': 'to keep watch and ward, keep guard'}