Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
φυλακτήριος
φυλακτικός
φυλακτός
φύλαξ
φυλαξιθαλάσσειος
φύλαξις
φυλαρχέω
φυλαρχία
φύλαρχος
Φύλας
Φυλάσιος
φυλάσσω
Φυλεΐδης
φυλετεύω
φυλέτης
φυλετικός
Φυλεύς
φυλή
Φυλή
φυληρις
φυλία
View word page
Φυλάσιος
a man of Phyle
ShortDef
a man of Phyle
Debugging
Headword:
Φυλάσιος
Headword (normalized):
φυλάσιος
Headword (normalized/stripped):
φυλασιος
IDX:
95372
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-95373
Key:
Data
{'content': 'a man of Phyle'}