Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

φυλακτηριάζω
φυλακτήριον
φυλακτήριος
φυλακτικός
φυλακτός
φύλαξ
φυλαξιθαλάσσειος
φύλαξις
φυλαρχέω
φυλαρχία
φύλαρχος
Φύλας
Φυλάσιος
φυλάσσω
Φυλεΐδης
φυλετεύω
φυλέτης
φυλετικός
Φυλεύς
φυλή
Φυλή
View word page
φύλαρχος
chief officer of a φῡλή

ShortDef

chief officer of a φῡλή

Debugging

Headword:
φύλαρχος
Headword (normalized):
φύλαρχος
Headword (normalized/stripped):
φυλαρχος
IDX:
95370
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-95371
Key:

Data

{'content': 'chief officer of a φῡλή'}