Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

φυλακτήρ
φυλακτηριάζω
φυλακτήριον
φυλακτήριος
φυλακτικός
φυλακτός
φύλαξ
φυλαξιθαλάσσειος
φύλαξις
φυλαρχέω
φυλαρχία
φύλαρχος
Φύλας
Φυλάσιος
φυλάσσω
Φυλεΐδης
φυλετεύω
φυλέτης
φυλετικός
Φυλεύς
φυλή
View word page
φυλαρχία
office of φύλαρχος

ShortDef

office of φύλαρχος

Debugging

Headword:
φυλαρχία
Headword (normalized):
φυλαρχία
Headword (normalized/stripped):
φυλαρχια
IDX:
95369
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-95370
Key:

Data

{'content': 'office of φύλαρχος'}