Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

φυλακτέος
φυλακτήρ
φυλακτηριάζω
φυλακτήριον
φυλακτήριος
φυλακτικός
φυλακτός
φύλαξ
φυλαξιθαλάσσειος
φύλαξις
φυλαρχέω
φυλαρχία
φύλαρχος
Φύλας
Φυλάσιος
φυλάσσω
Φυλεΐδης
φυλετεύω
φυλέτης
φυλετικός
Φυλεύς
View word page
φυλαρχέω
to be or act as φύλαρχος

ShortDef

to be or act as φύλαρχος

Debugging

Headword:
φυλαρχέω
Headword (normalized):
φυλαρχέω
Headword (normalized/stripped):
φυλαρχεω
IDX:
95368
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-95369
Key:

Data

{'content': 'to be or act as φύλαρχος'}