Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
Φύλακος
φυλακτέος
φυλακτήρ
φυλακτηριάζω
φυλακτήριον
φυλακτήριος
φυλακτικός
φυλακτός
φύλαξ
φυλαξιθαλάσσειος
φύλαξις
φυλαρχέω
φυλαρχία
φύλαρχος
Φύλας
Φυλάσιος
φυλάσσω
Φυλεΐδης
φυλετεύω
φυλέτης
φυλετικός
View word page
φύλαξις
a security
ShortDef
a security
Debugging
Headword:
φύλαξις
Headword (normalized):
φύλαξις
Headword (normalized/stripped):
φυλαξις
IDX:
95367
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-95368
Key:
Data
{'content': 'a security'}