Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
φυλακῖτις
φυλακός
Φύλακος
φυλακτέος
φυλακτήρ
φυλακτηριάζω
φυλακτήριον
φυλακτήριος
φυλακτικός
φυλακτός
φύλαξ
φυλαξιθαλάσσειος
φύλαξις
φυλαρχέω
φυλαρχία
φύλαρχος
Φύλας
Φυλάσιος
φυλάσσω
Φυλεΐδης
φυλετεύω
View word page
φύλαξ
a watcher, guard, sentinel
ShortDef
a watcher, guard, sentinel
Debugging
Headword:
φύλαξ
Headword (normalized):
φύλαξ
Headword (normalized/stripped):
φυλαξ
IDX:
95365
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-95366
Key:
Data
{'content': 'a watcher, guard, sentinel'}