Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
φυλακιτικός
φυλακῖτις
φυλακός
Φύλακος
φυλακτέος
φυλακτήρ
φυλακτηριάζω
φυλακτήριον
φυλακτήριος
φυλακτικός
φυλακτός
φύλαξ
φυλαξιθαλάσσειος
φύλαξις
φυλαρχέω
φυλαρχία
φύλαρχος
Φύλας
Φυλάσιος
φυλάσσω
Φυλεΐδης
View word page
φυλακτός
capable of being preserved
ShortDef
capable of being preserved
Debugging
Headword:
φυλακτός
Headword (normalized):
φυλακτός
Headword (normalized/stripped):
φυλακτος
IDX:
95364
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-95365
Key:
Data
{'content': 'capable of being preserved'}