Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
φυλακίτης
φυλακιτικός
φυλακῖτις
φυλακός
Φύλακος
φυλακτέος
φυλακτήρ
φυλακτηριάζω
φυλακτήριον
φυλακτήριος
φυλακτικός
φυλακτός
φύλαξ
φυλαξιθαλάσσειος
φύλαξις
φυλαρχέω
φυλαρχία
φύλαρχος
Φύλας
Φυλάσιος
φυλάσσω
View word page
φυλακτικός
preservative
ShortDef
preservative
Debugging
Headword:
φυλακτικός
Headword (normalized):
φυλακτικός
Headword (normalized/stripped):
φυλακτικος
IDX:
95363
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-95364
Key:
Data
{'content': 'preservative'}