Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

φυλακιτεύω
φυλακίτης
φυλακιτικός
φυλακῖτις
φυλακός
Φύλακος
φυλακτέος
φυλακτήρ
φυλακτηριάζω
φυλακτήριον
φυλακτήριος
φυλακτικός
φυλακτός
φύλαξ
φυλαξιθαλάσσειος
φύλαξις
φυλαρχέω
φυλαρχία
φύλαρχος
Φύλας
Φυλάσιος
View word page
φυλακτήριος
serving as a protection

ShortDef

serving as a protection

Debugging

Headword:
φυλακτήριος
Headword (normalized):
φυλακτήριος
Headword (normalized/stripped):
φυλακτηριος
IDX:
95362
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-95363
Key:

Data

{'content': 'serving as a protection'}