Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

φυλάκισσα
φυλακιτεύω
φυλακίτης
φυλακιτικός
φυλακῖτις
φυλακός
Φύλακος
φυλακτέος
φυλακτήρ
φυλακτηριάζω
φυλακτήριον
φυλακτήριος
φυλακτικός
φυλακτός
φύλαξ
φυλαξιθαλάσσειος
φύλαξις
φυλαρχέω
φυλαρχία
φύλαρχος
Φύλας
View word page
φυλακτήριον
a guarded post, a fort

ShortDef

a guarded post, a fort

Debugging

Headword:
φυλακτήριον
Headword (normalized):
φυλακτήριον
Headword (normalized/stripped):
φυλακτηριον
IDX:
95361
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-95362
Key:

Data

{'content': 'a guarded post, a fort'}