Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

φυλακίς
φυλάκισσα
φυλακιτεύω
φυλακίτης
φυλακιτικός
φυλακῖτις
φυλακός
Φύλακος
φυλακτέος
φυλακτήρ
φυλακτηριάζω
φυλακτήριον
φυλακτήριος
φυλακτικός
φυλακτός
φύλαξ
φυλαξιθαλάσσειος
φύλαξις
φυλαρχέω
φυλαρχία
φύλαρχος
View word page
φυλακτηριάζω
to be furnished with an amulet

ShortDef

to be furnished with an amulet

Debugging

Headword:
φυλακτηριάζω
Headword (normalized):
φυλακτηριάζω
Headword (normalized/stripped):
φυλακτηριαζω
IDX:
95360
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-95361
Key:

Data

{'content': 'to be furnished with an amulet'}