Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

φυλακικός
φυλακίς
φυλάκισσα
φυλακιτεύω
φυλακίτης
φυλακιτικός
φυλακῖτις
φυλακός
Φύλακος
φυλακτέος
φυλακτήρ
φυλακτηριάζω
φυλακτήριον
φυλακτήριος
φυλακτικός
φυλακτός
φύλαξ
φυλαξιθαλάσσειος
φύλαξις
φυλαρχέω
φυλαρχία
View word page
φυλακτήρ
guard

ShortDef

guard

Debugging

Headword:
φυλακτήρ
Headword (normalized):
φυλακτήρ
Headword (normalized/stripped):
φυλακτηρ
IDX:
95359
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-95360
Key:

Data

{'content': 'guard'}