Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ἀνυπέροχος
ἀνυπεύθυνος
ἀνυπήκοος
ἀνυπηλιφής
ἀνύπηνος
ἀνυπηρεσία
ἀνυπηρέτατος
ἀνυπόγραφος
ἀνυποδησία
ἀνυποδητέω
ἀνυπόδητος
ἀνυπόδικος
ἀνυπόζωστος
ἀνυπόθετος
ἀνύποιστος
ἀνυποιστότης
ἀνυπόκριτος
ἀνυπόλογος
ἀνυπομενετέος
ἀνυπομόνητος
ἀνυπονόητος
View word page
ἀνυπόδητος
unshod, barefoot
ShortDef
unshod, barefoot
Debugging
Headword:
ἀνυπόδητος
Headword (normalized):
ἀνυπόδητος
Headword (normalized/stripped):
ανυποδητος
IDX:
9535
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-9536
Key:
Data
{'content': 'unshod, barefoot'}