Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

φυλακίζω
φυλακικός
φυλακίς
φυλάκισσα
φυλακιτεύω
φυλακίτης
φυλακιτικός
φυλακῖτις
φυλακός
Φύλακος
φυλακτέος
φυλακτήρ
φυλακτηριάζω
φυλακτήριον
φυλακτήριος
φυλακτικός
φυλακτός
φύλαξ
φυλαξιθαλάσσειος
φύλαξις
φυλαρχέω
View word page
φυλακτέος
to be watched

ShortDef

to be watched

Debugging

Headword:
φυλακτέος
Headword (normalized):
φυλακτέος
Headword (normalized/stripped):
φυλακτεος
IDX:
95358
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-95359
Key:

Data

{'content': 'to be watched'}