Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

φυλακή
Φυλάκη
Φυλακίδης
φυλακίζω
φυλακικός
φυλακίς
φυλάκισσα
φυλακιτεύω
φυλακίτης
φυλακιτικός
φυλακῖτις
φυλακός
Φύλακος
φυλακτέος
φυλακτήρ
φυλακτηριάζω
φυλακτήριον
φυλακτήριος
φυλακτικός
φυλακτός
φύλαξ
View word page
φυλακῖτις
seven

ShortDef

seven

Debugging

Headword:
φυλακῖτις
Headword (normalized):
φυλακῖτις
Headword (normalized/stripped):
φυλακιτις
IDX:
95355
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-95356
Key:

Data

{'content': 'seven'}