Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

φυλακεύς
φυλακή
Φυλάκη
Φυλακίδης
φυλακίζω
φυλακικός
φυλακίς
φυλάκισσα
φυλακιτεύω
φυλακίτης
φυλακιτικός
φυλακῖτις
φυλακός
Φύλακος
φυλακτέος
φυλακτήρ
φυλακτηριάζω
φυλακτήριον
φυλακτήριος
φυλακτικός
φυλακτός
View word page
φυλακιτικός
pertaining to police

ShortDef

pertaining to police

Debugging

Headword:
φυλακιτικός
Headword (normalized):
φυλακιτικός
Headword (normalized/stripped):
φυλακιτικος
IDX:
95354
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-95355
Key:

Data

{'content': 'pertaining to police'}