Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

φυλακεία
φυλακεῖον
φυλακεύς
φυλακή
Φυλάκη
Φυλακίδης
φυλακίζω
φυλακικός
φυλακίς
φυλάκισσα
φυλακιτεύω
φυλακίτης
φυλακιτικός
φυλακῖτις
φυλακός
Φύλακος
φυλακτέος
φυλακτήρ
φυλακτηριάζω
φυλακτήριον
φυλακτήριος
View word page
φυλακιτεύω
serve as φυλακίτης

ShortDef

serve as φυλακίτης

Debugging

Headword:
φυλακιτεύω
Headword (normalized):
φυλακιτεύω
Headword (normalized/stripped):
φυλακιτευω
IDX:
95352
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-95353
Key:

Data

{'content': 'serve as φυλακίτης'}