Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

φυλακά
φυλακάρχης
φυλακεία
φυλακεῖον
φυλακεύς
φυλακή
Φυλάκη
Φυλακίδης
φυλακίζω
φυλακικός
φυλακίς
φυλάκισσα
φυλακιτεύω
φυλακίτης
φυλακιτικός
φυλακῖτις
φυλακός
Φύλακος
φυλακτέος
φυλακτήρ
φυλακτηριάζω
View word page
φυλακίς
female guard

ShortDef

female guard

Debugging

Headword:
φυλακίς
Headword (normalized):
φυλακίς
Headword (normalized/stripped):
φυλακις
IDX:
95350
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-95351
Key:

Data

{'content': 'female guard'}