Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἀνυπέρθετος
ἀνυπέροχος
ἀνυπεύθυνος
ἀνυπήκοος
ἀνυπηλιφής
ἀνύπηνος
ἀνυπηρεσία
ἀνυπηρέτατος
ἀνυπόγραφος
ἀνυποδησία
ἀνυποδητέω
ἀνυπόδητος
ἀνυπόδικος
ἀνυπόζωστος
ἀνυπόθετος
ἀνύποιστος
ἀνυποιστότης
ἀνυπόκριτος
ἀνυπόλογος
ἀνυπομενετέος
ἀνυπομόνητος
View word page
ἀνυποδητέω
to go barefoot

ShortDef

to go barefoot

Debugging

Headword:
ἀνυποδητέω
Headword (normalized):
ἀνυποδητέω
Headword (normalized/stripped):
ανυποδητεω
IDX:
9534
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-9535
Key:

Data

{'content': 'to go barefoot'}