Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

φυλαδόν
φυλάζω
φυλακά
φυλακάρχης
φυλακεία
φυλακεῖον
φυλακεύς
φυλακή
Φυλάκη
Φυλακίδης
φυλακίζω
φυλακικός
φυλακίς
φυλάκισσα
φυλακιτεύω
φυλακίτης
φυλακιτικός
φυλακῖτις
φυλακός
Φύλακος
φυλακτέος
View word page
φυλακίζω
throw into prison

ShortDef

throw into prison

Debugging

Headword:
φυλακίζω
Headword (normalized):
φυλακίζω
Headword (normalized/stripped):
φυλακιζω
IDX:
95348
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-95349
Key:

Data

{'content': 'throw into prison'}