Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
φυκώδης
φύλαγμα
φυλαδόν
φυλάζω
φυλακά
φυλακάρχης
φυλακεία
φυλακεῖον
φυλακεύς
φυλακή
Φυλάκη
Φυλακίδης
φυλακίζω
φυλακικός
φυλακίς
φυλάκισσα
φυλακιτεύω
φυλακίτης
φυλακιτικός
φυλακῖτις
φυλακός
View word page
Φυλάκη
Phylace
ShortDef
Phylace
Debugging
Headword:
Φυλάκη
Headword (normalized):
φυλάκη
Headword (normalized/stripped):
φυλακη
IDX:
95346
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-95347
Key:
Data
{'content': 'Phylace'}