Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
φυκτός
φυκώδης
φύλαγμα
φυλαδόν
φυλάζω
φυλακά
φυλακάρχης
φυλακεία
φυλακεῖον
φυλακεύς
φυλακή
Φυλάκη
Φυλακίδης
φυλακίζω
φυλακικός
φυλακίς
φυλάκισσα
φυλακιτεύω
φυλακίτης
φυλακιτικός
φυλακῖτις
View word page
φυλακή
a watching
ShortDef
a watching
Debugging
Headword:
φυλακή
Headword (normalized):
φυλακή
Headword (normalized/stripped):
φυλακη
IDX:
95345
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-95346
Key:
Data
{'content': 'a watching'}