Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
φυκόω
φυκτός
φυκώδης
φύλαγμα
φυλαδόν
φυλάζω
φυλακά
φυλακάρχης
φυλακεία
φυλακεῖον
φυλακεύς
φυλακή
Φυλάκη
Φυλακίδης
φυλακίζω
φυλακικός
φυλακίς
φυλάκισσα
φυλακιτεύω
φυλακίτης
φυλακιτικός
View word page
φυλακεύς
watching
ShortDef
watching
Debugging
Headword:
φυλακεύς
Headword (normalized):
φυλακεύς
Headword (normalized/stripped):
φυλακευς
IDX:
95344
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-95345
Key:
Data
{'content': 'watching'}