Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
φῦκος
φυκοτύχη
φυκόω
φυκτός
φυκώδης
φύλαγμα
φυλαδόν
φυλάζω
φυλακά
φυλακάρχης
φυλακεία
φυλακεῖον
φυλακεύς
φυλακή
Φυλάκη
Φυλακίδης
φυλακίζω
φυλακικός
φυλακίς
φυλάκισσα
φυλακιτεύω
View word page
φυλακεία
guard, protection
ShortDef
guard, protection
Debugging
Headword:
φυλακεία
Headword (normalized):
φυλακεία
Headword (normalized/stripped):
φυλακεια
IDX:
95342
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-95343
Key:
Data
{'content': 'guard, protection'}