Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
φυκογείτων
φυκόθριξ
φῦκος
φυκοτύχη
φυκόω
φυκτός
φυκώδης
φύλαγμα
φυλαδόν
φυλάζω
φυλακά
φυλακάρχης
φυλακεία
φυλακεῖον
φυλακεύς
φυλακή
Φυλάκη
Φυλακίδης
φυλακίζω
φυλακικός
φυλακίς
View word page
φυλακά
custody
ShortDef
custody
Debugging
Headword:
φυλακά
Headword (normalized):
φυλακά
Headword (normalized/stripped):
φυλακα
IDX:
95340
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-95341
Key:
Data
{'content': 'custody'}