Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

φυκιοχαίτης
φυκῖτις
φυκιώδης
φυκογείτων
φυκόθριξ
φῦκος
φυκοτύχη
φυκόω
φυκτός
φυκώδης
φύλαγμα
φυλαδόν
φυλάζω
φυλακά
φυλακάρχης
φυλακεία
φυλακεῖον
φυλακεύς
φυλακή
Φυλάκη
Φυλακίδης
View word page
φύλαγμα
protection

ShortDef

protection

Debugging

Headword:
φύλαγμα
Headword (normalized):
φύλαγμα
Headword (normalized/stripped):
φυλαγμα
IDX:
95337
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-95338
Key:

Data

{'content': 'protection'}