Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

φύκιος
φυκιοφάγος
φυκιοφόρος
φυκιοχαίτης
φυκῖτις
φυκιώδης
φυκογείτων
φυκόθριξ
φῦκος
φυκοτύχη
φυκόω
φυκτός
φυκώδης
φύλαγμα
φυλαδόν
φυλάζω
φυλακά
φυλακάρχης
φυλακεία
φυλακεῖον
φυλακεύς
View word page
φυκόω
to be rouged

ShortDef

to be rouged

Debugging

Headword:
φυκόω
Headword (normalized):
φυκόω
Headword (normalized/stripped):
φυκοω
IDX:
95334
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-95335
Key:

Data

{'content': 'to be rouged'}