Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
φυκίον
φύκιος
φυκιοφάγος
φυκιοφόρος
φυκιοχαίτης
φυκῖτις
φυκιώδης
φυκογείτων
φυκόθριξ
φῦκος
φυκοτύχη
φυκόω
φυκτός
φυκώδης
φύλαγμα
φυλαδόν
φυλάζω
φυλακά
φυλακάρχης
φυλακεία
φυλακεῖον
View word page
φυκοτύχη
plaster
ShortDef
plaster
Debugging
Headword:
φυκοτύχη
Headword (normalized):
φυκοτύχη
Headword (normalized/stripped):
φυκοτυχη
IDX:
95333
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-95334
Key:
Data
{'content': 'plaster'}