Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
φυκίοικος
φυκίον
φύκιος
φυκιοφάγος
φυκιοφόρος
φυκιοχαίτης
φυκῖτις
φυκιώδης
φυκογείτων
φυκόθριξ
φῦκος
φυκοτύχη
φυκόω
φυκτός
φυκώδης
φύλαγμα
φυλαδόν
φυλάζω
φυλακά
φυλακάρχης
φυλακεία
View word page
φῦκος
seaweed; a fish species; rouge
ShortDef
seaweed; a fish species; rouge
Debugging
Headword:
φῦκος
Headword (normalized):
φῦκος
Headword (normalized/stripped):
φυκος
IDX:
95332
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-95333
Key:
Data
{'content': 'seaweed; a fish species; rouge'}