Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

φύζα
φυζακινός
φυή
φύκης
φυκίασις
φυκιόεις
φυκίοικος
φυκίον
φύκιος
φυκιοφάγος
φυκιοφόρος
φυκιοχαίτης
φυκῖτις
φυκιώδης
φυκογείτων
φυκόθριξ
φῦκος
φυκοτύχη
φυκόω
φυκτός
φυκώδης
View word page
φυκιοφόρος
bearing seaweed

ShortDef

bearing seaweed

Debugging

Headword:
φυκιοφόρος
Headword (normalized):
φυκιοφόρος
Headword (normalized/stripped):
φυκιοφορος
IDX:
95326
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-95327
Key:

Data

{'content': 'bearing seaweed'}