Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
φυγοπτόλεμος
φύζα
φυζακινός
φυή
φύκης
φυκίασις
φυκιόεις
φυκίοικος
φυκίον
φύκιος
φυκιοφάγος
φυκιοφόρος
φυκιοχαίτης
φυκῖτις
φυκιώδης
φυκογείτων
φυκόθριξ
φῦκος
φυκοτύχη
φυκόω
φυκτός
View word page
φυκιοφάγος
eating seaweed
ShortDef
eating seaweed
Debugging
Headword:
φυκιοφάγος
Headword (normalized):
φυκιοφάγος
Headword (normalized/stripped):
φυκιοφαγος
IDX:
95325
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-95326
Key:
Data
{'content': 'eating seaweed'}