Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

φυγοπονία
φυγόπονος
φυγοπτόλεμος
φύζα
φυζακινός
φυή
φύκης
φυκίασις
φυκιόεις
φυκίοικος
φυκίον
φύκιος
φυκιοφάγος
φυκιοφόρος
φυκιοχαίτης
φυκῖτις
φυκιώδης
φυκογείτων
φυκόθριξ
φῦκος
φυκοτύχη
View word page
φυκίον
seaweed; a fish species; rouge

ShortDef

seaweed; a fish species; rouge

Debugging

Headword:
φυκίον
Headword (normalized):
φυκίον
Headword (normalized/stripped):
φυκιον
IDX:
95323
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-95324
Key:

Data

{'content': 'seaweed; a fish species; rouge'}