Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

φυγόπατρις
φυγόπολις
φυγοπονία
φυγόπονος
φυγοπτόλεμος
φύζα
φυζακινός
φυή
φύκης
φυκίασις
φυκιόεις
φυκίοικος
φυκίον
φύκιος
φυκιοφάγος
φυκιοφόρος
φυκιοχαίτης
φυκῖτις
φυκιώδης
φυκογείτων
φυκόθριξ
View word page
φυκιόεις
full of sea-weed, weedy

ShortDef

full of sea-weed, weedy

Debugging

Headword:
φυκιόεις
Headword (normalized):
φυκιόεις
Headword (normalized/stripped):
φυκιοεις
IDX:
95321
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-95322
Key:

Data

{'content': 'full of sea-weed, weedy'}