Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
φυγόξεινος
φυγόξενος
φυγόπατρις
φυγόπολις
φυγοπονία
φυγόπονος
φυγοπτόλεμος
φύζα
φυζακινός
φυή
φύκης
φυκίασις
φυκιόεις
φυκίοικος
φυκίον
φύκιος
φυκιοφάγος
φυκιοφόρος
φυκιοχαίτης
φυκῖτις
φυκιώδης
View word page
φύκης
living in seaweed
ShortDef
living in seaweed
Debugging
Headword:
φύκης
Headword (normalized):
φύκης
Headword (normalized/stripped):
φυκης
IDX:
95319
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-95320
Key:
Data
{'content': 'living in seaweed'}