Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

φυγαρχέω
φυγάς
φύγδα
φύγεθρον
φύγεργος
φυγή
φύγιμον
φυγοδέμνιος
φυγοδικέω
φυγοδικία
φυγόδικος
φυγομαχέω
φυγόμαχος
φυγόξεινος
φυγόξενος
φυγόπατρις
φυγόπολις
φυγοπονία
φυγόπονος
φυγοπτόλεμος
φύζα
View word page
φυγόδικος
one who shirks his trial

ShortDef

one who shirks his trial

Debugging

Headword:
φυγόδικος
Headword (normalized):
φυγόδικος
Headword (normalized/stripped):
φυγοδικος
IDX:
95306
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-95307
Key:

Data

{'content': 'one who shirks his trial'}