Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

φυγανθρωπία
φυγαρσενία
φυγαρχέω
φυγάς
φύγδα
φύγεθρον
φύγεργος
φυγή
φύγιμον
φυγοδέμνιος
φυγοδικέω
φυγοδικία
φυγόδικος
φυγομαχέω
φυγόμαχος
φυγόξεινος
φυγόξενος
φυγόπατρις
φυγόπολις
φυγοπονία
φυγόπονος
View word page
φυγοδικέω
to shun, shirk a trial

ShortDef

to shun, shirk a trial

Debugging

Headword:
φυγοδικέω
Headword (normalized):
φυγοδικέω
Headword (normalized/stripped):
φυγοδικεω
IDX:
95304
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-95305
Key:

Data

{'content': 'to shun, shirk a trial'}