Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

φυγαδικός
φυγαδοδαίμων
φυγαδοθήρας
φυγαίχμης
φυγανθρωπεύω
φυγανθρωπία
φυγαρσενία
φυγαρχέω
φυγάς
φύγδα
φύγεθρον
φύγεργος
φυγή
φύγιμον
φυγοδέμνιος
φυγοδικέω
φυγοδικία
φυγόδικος
φυγομαχέω
φυγόμαχος
φυγόξεινος
View word page
φύγεθρον
a swelling of the glands

ShortDef

a swelling of the glands

Debugging

Headword:
φύγεθρον
Headword (normalized):
φύγεθρον
Headword (normalized/stripped):
φυγεθρον
IDX:
95299
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-95300
Key:

Data

{'content': 'a swelling of the glands'}