Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
φυγαδευτήριον
φυγαδευτικός
φυγαδευτός
φυγαδεύω
φυγαδικός
φυγαδοδαίμων
φυγαδοθήρας
φυγαίχμης
φυγανθρωπεύω
φυγανθρωπία
φυγαρσενία
φυγαρχέω
φυγάς
φύγδα
φύγεθρον
φύγεργος
φυγή
φύγιμον
φυγοδέμνιος
φυγοδικέω
φυγοδικία
View word page
φυγαρσενία
shunning of men
ShortDef
shunning of men
Debugging
Headword:
φυγαρσενία
Headword (normalized):
φυγαρσενία
Headword (normalized/stripped):
φυγαρσενια
IDX:
95295
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-95296
Key:
Data
{'content': 'shunning of men'}